πολιτικομανής

πολιτικομανής
ης, ες помешанный на политике

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πολιτικομανής" в других словарях:

  • πολιτικομανής — ές, Ν αυτός που ασχολείται με την πολιτική με μεγάλο ζήλο ή αυτός που συζητά με μανία για πολιτικά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πολιτικομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που συζητεί με ζήλο πολύ για πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»